Αφίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αφίνα οι Αφίνες
      γενική της Αφίνας των (Αφίνων)
    αιτιατική την Αφίνα τις Αφίνες
     κλητική Αφίνα Αφίνες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αφίνα < άμεσο δάνειο από τη ρωσική Афина

Κύριο όνομα

Αφίνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.