Ασπροπυργιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ασπροπυργιώτισσα | οι | Ασπροπυργιώτισσες |
| γενική | της | Ασπροπυργιώτισσας | των | Ασπροπυργιωτισσών |
| αιτιατική | την | Ασπροπυργιώτισσα | τις | Ασπροπυργιώτισσες |
| κλητική | Ασπροπυργιώτισσα | Ασπροπυργιώτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ασπροπυργιώτισσα < Ασπροπυργιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.spɾo.piɾˈʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ασ‐προ‐πυρ‐γιώ‐τισ‐σα
Συγγενικά
- ασπροπυργιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Ασπρόπυργος
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ασπροπυργιώτης
Ασπροπυργιώτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.