Ασπροποταμίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ασπροποταμίτισσα | οι | Ασπροποταμίτισσες |
| γενική | της | Ασπροποταμίτισσας | των | Ασπροποταμιτισσών |
| αιτιατική | την | Ασπροποταμίτισσα | τις | Ασπροποταμίτισσες |
| κλητική | Ασπροποταμίτισσα | Ασπροποταμίτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ασπροποταμίτισσα < Ασπροποταμίτης + -ισσα
Κύριο όνομα
Ασπροποταμίτισσα θηλυκό
- θηλυκό του Ασπροποταμίτης
- ※ Ασπροποταμίτισσα η πρόεδρος της σημερινής δίκης της Χρυσής Αυγής (*)
Μεταφράσεις
Ασπροποταμίτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.