Ασπροποταμίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ασπροποταμίτης οι Ασπροποταμίτες
      γενική του Ασπροποταμίτη των Ασπροποταμιτών
    αιτιατική τον Ασπροποταμίτη τους Ασπροποταμίτες
     κλητική Ασπροποταμίτη Ασπροποταμίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ασπροποταμίτης < Ασπροπόταμος + -ίτης

Κύριο όνομα

Ασπροποταμίτης αρσενικό

  1. κάτοικος της περιοχής του Ασπροποτάμου (θηλυκό: Ασπροποταμίτισσα)
  2. ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Ασπροποταμίτη ή Ασπροποταμίτου)

Μεταγραφές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.