Ασιάτιδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ασιάτιδα | οι | Ασιάτιδες |
| γενική | της | Ασιάτιδας | των | Ασιάτιδων |
| αιτιατική | την | Ασιάτιδα | τις | Ασιάτιδες |
| κλητική | Ασιάτιδα | Ασιάτιδες | ||
| Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ασιάτιδα < αρχαία ελληνική Ἀσιᾶτις[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.siˈa.ti.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σι‐ά‐τι‐δα
Κύριο όνομα
Ασιάτιδα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) η Ασιάτισσα
- ※ Μερικοί, μάλιστα, θεωρούν έως και επικίνδυνη, ενδεχόμενη εξάπλωση της δημοφιλίας του αθλήματος με αφορμή την επικράτηση της Αγγλίας στη μάχη με τους Αυστραλούς. Θα οδηγήσει σε περαιτέρω όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στις εθνότητες και τις κοινότητες του Ηνωμένου Βασιλείου, γράφει, Ασιάτιδα στην καταγωγή, δημοσιογράφος της Ιντιπέντεντ.
- Ρόζυ Βουδούρη, Κρίκετ, το «νέο ποδόσφαιρο» των Άγγλων;, BBC Greek, 13 Σεπτεμβρίου 2015
- ※ Μερικοί, μάλιστα, θεωρούν έως και επικίνδυνη, ενδεχόμενη εξάπλωση της δημοφιλίας του αθλήματος με αφορμή την επικράτηση της Αγγλίας στη μάχη με τους Αυστραλούς. Θα οδηγήσει σε περαιτέρω όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στις εθνότητες και τις κοινότητες του Ηνωμένου Βασιλείου, γράφει, Ασιάτιδα στην καταγωγή, δημοσιογράφος της Ιντιπέντεντ.
Μεταφράσεις
Ασιάτιδα
|
→ δείτε τη λέξη Ασιάτισσα |
Αναφορές
- Ασιάτιδα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.