Ασβεστάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ασβεστάς οι Ασβεστάδες
      γενική του Ασβεστά των Ασβεστάδων
    αιτιατική τον Ασβεστά τους Ασβεστάδες
     κλητική Ασβεστά Ασβεστάδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαμάς (κλίση: ψαράς)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ασβεστάς < επάγγελμα ασβεστάς[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.zveˈstas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ασβεστάς

Κύριο όνομα

Ασβεστάς αρσενικό (θηλυκό Ασβεστά)

Μεταγραφές

Αναφορές

  1. Ασβεστάς σελ.203 - Συμεωνίδης, Χαράλαμπος. (2015) Παράρτημα: Αρχαία ελληνικά τοπωνύμια και επώνυμα..., [έως και νεότερα επώνυμα, ετυμολογίες], σελ.195-207 στο Ο γλωσσικός χάρτης της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας κατά την αρχαιότητα (συλλογικό, επιμ. Κανάκης, Γεώργιος Κ.) Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2015 pdf.

Πηγές

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.