Ασίκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ασίκης | οι | Ασίκηδες |
| γενική | του | Ασίκη | των | Ασίκηδων |
| αιτιατική | τον | Ασίκη | τους | Ασίκηδες |
| κλητική | Ασίκη | Ασίκηδες | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ασίκης < παρωνύμιο ασίκης
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈsi.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σί‐κης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Асикис
- λατινικοί χαρακτήρες: Asikis
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.