Αρχοντία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αρχοντία οι Αρχοντίες
      γενική της Αρχοντίας
    αιτιατική την Αρχοντία τις Αρχοντίες
     κλητική Αρχοντία Αρχοντίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αρχοντία < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Αρχοντία θηλυκό (αρσενικό Αρχοντίων)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.