Αρετούσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αρετούσα οι Αρετούσες
      γενική της Αρετούσας των Αρετουσών
    αιτιατική την Αρετούσα τις Αρετούσες
     κλητική Αρετούσα Αρετούσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αρετούσα < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Αρετούσα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.