Ανυφαντής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ανυφαντής οι Ανυφαντήδες
      γενική του Ανυφαντή των Ανυφαντήδων
    αιτιατική τον Ανυφαντή τους Ανυφαντήδες
     κλητική Ανυφαντή Ανυφαντήδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Ραγκαβής (κλίση: μπαλωματής)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ανυφαντής < επάγγελμα ανυφαντής

Κύριο όνομα

Ανυφαντής αρσενικό (θηλυκό Ανυφαντή)

  • αλυφαντής

Παράγωγα

Συγγενικά

 δείτε και υφαντής

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.