Ανδορρανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ανδορρανός οι Ανδορρανοί
      γενική του Ανδορρανού των Ανδορρανών
    αιτιατική τον Ανδορρανό τους Ανδορρανούς
     κλητική Ανδορρανέ Ανδορρανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ανδορρανός < Ανδόρρ(α) + -ανός

Προφορά

ΔΦΑ : /an.ðo.ɾaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ανδορρανός

Κύριο όνομα

Ανδορρανός αρσενικό (θηλυκό Ανδορρανή)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.