Ανέστης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ανέστης | οι | Ανέστηδες |
| γενική | του | Ανέστη | των | Ανέστηδων |
| αιτιατική | τον | Ανέστη | τους | Ανέστηδες |
| κλητική | Ανέστη | Ανέστηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Ανέστης < από την ευχή Χριστός ανέστη[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈne.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐νέ‐στης
Μεταφράσεις
Ανέστης
|
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.