Αμύρσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αμύρσα | οι | Αμύρσες |
| γενική | της | Αμύρσας | των | (Αμυρσών) |
| αιτιατική | την | Αμύρσα | τις | Αμύρσες |
| κλητική | Αμύρσα | Αμύρσες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αμύρσα < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
Αμύρσα
|
|
Αναφορές
- Βλ. Γεώργιος Λαμπάκης, Οι Επτά Αστέρες της Αποκαλύψεως (Αθήνα, Τύποις “Κράτους” Θ. Τζαβέλλα, 1909), σσ. 324, 486.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.