Αμυγδαλιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αμυγδαλιώτισσα οι Αμυγδαλιώτισσες
      γενική της Αμυγδαλιώτισσας των Αμυγδαλιωτισσών
    αιτιατική την Αμυγδαλιώτισσα τις Αμυγδαλιώτισσες
     κλητική Αμυγδαλιώτισσα Αμυγδαλιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αμυγδαλιώτισσα < Αμυγδαλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.mi.ɣðaˈʎo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αμυγδαλιώτισσα

Κύριο όνομα

Αμυγδαλιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αμυγδαλιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.