Αιγινήτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αιγινήτισσα οι Αιγινήτισσες
      γενική της Αιγινήτισσας των Αιγινητισσών
    αιτιατική την Αιγινήτισσα τις Αιγινήτισσες
     κλητική Αιγινήτισσα Αιγινήτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αιγινήτισσα < Αιγινήτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ʝiˈni.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αιγινήτισσα

Κύριο όνομα

Αιγινήτισσα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.