Αβησσυνία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αβησσυνία οι Αβησσυνίες
      γενική της Αβησσυνίας των Αβησσυνιών
    αιτιατική την Αβησσυνία τις Αβησσυνίες
     κλητική Αβησσυνία Αβησσυνίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αβησσυνία < από την αραβική λέξη "χαμπές" που σήμαινε ομάδα λαών ή μικτό λαό  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Αβησσυνία θηλυκό

  • (παρωχημένο) ονομασία της Αιθιοπίας για πολλούς αιώνες στο παρελθόν -και σήμερα για ελάχιστες χώρες (π.χ. για τη Σαουδική Αραβία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.