Άουσβιτς
Νέα ελληνικά (el)
.jpg.webp)
Η πύλη του κεντρικού στρατοπέδου Άουσβιτς (KZ Auschwitz I (Stammlager), με την επιγραφή Arbeit macht frei (Η εργασία απελευθερώνει).

Η κεντρική είσοδος του στρατοπέδου εξόντωσης Άουσβιτς ΙΙ-Μπίρκεναου (KZ Auschwitz-Birkenau), η επονομαζόμενη Πύλη του θανάτου.
Ετυμολογία
- Άουσβιτς < (άμεσο δάνειο) γερμανική Auschwitz
Κύριο όνομα
Άουσβιτς ουδέτερο, άκλιτο
- (ιστορία) γερμανικό «μικτό» στρατόπεδο συγκέντρωσης (συγκέντρωσης-εργασίας κρατουμένων, και εξόντωσης το «Άουσβιτς ΙΙ» - Μπίρκεναου) κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κοντά στην ομώνυμη πόλη, στην περιοχή της Κρακοβίας, στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Πολωνία[1]
- γερμανική ονομασία της πόλης Οσφιέντσιμ (πολωνικά Oświęcim) στη νότια Πολωνία
Μεταφράσεις
Άουσβιτς (στρατόπεδο)
|
Αναφορές
- Πλήρης ονομασία στα γερμανικά: Konzentrationslager (KZ ή KL) Auschwitz.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.