Άμων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Άμων οι Άμονες
      γενική του Άμονος των Αμόνων
    αιτιατική τον Άμονα τους Άμονες
     κλητική Άμων
& Άμον*
Άμονες
* Κατά την αρχαία κλίση.
Δείτε και Άμμονας
Κατηγορία όπως «νηογνώμων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Άμων < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακά jmn

Κύριο όνομα

Άμων αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.