épave
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| épave | épaves |
Ουσιαστικό
épave (fr) θηλυκό
- το ναυαγισμένο πλοίο, το ρημάδι, το χάρβαλο
- (μεταφορικά) το σαράβαλο, ερειπωμένη συσκευή· (ειδικότερα) αυτοκίνητο σε πολύ κακή κατάσταση, εγκαταλελειμένο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.