écluse
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| écluse | écluses |
Ουσιαστικό
écluse (fr) θηλυκό
- υδατοφράκτης, σύστημα θυρών σε ένα κανάλι (ποτάμι, κ.α.) που επιτρέπει να σταματάμε ή να αφήνουμε το νερό να κυλά ανάλογα με τις ανάγκες μας
- (ειδικότερα) σύστημα ανάβασης και κατάβασης πλοίων σε κανάλι, είδος ασανσέρ για πλοία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.