éclusage

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

éclusage < écluser

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
éclusage éclusages

éclusage (fr) αρσενικό

  1. η πράξη που επιτρέπει σε ένα πλοίο να ανεβεί ή να κατεβεί το ρεύμα ενός καναλιού χάρη σε ειδικό υδατοφράκτη
     δείτε τη λέξη écluse
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.