zero

Αγγλικά (en)

Αριθμητικό

zero (en)

Ρήμα

ενεστώτας zero
γ΄ ενικό ενεστώτα zeroes
αόριστος zeroed
παθητική μετοχή zeroed
ενεργητική μετοχή zeroing

zero (en)

Παράγωγα



Αλβανικά (sq)

Αριθμητικό

zero (sq)


Βασκικά (eu)

Αριθμητικό

zero (eu)


Ιαπωνικά (ja)

Μεταγραφή

zero (rōmaji) 


Ιταλικά (it)

Αριθμητικό

zero (it)


Πολωνικά (pl)

Ετυμολογία

zero (pl) < zéro (fr) < zéro (it) < cero (es) < صفر (ar)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈzɛrɔ/
 

Αριθμητικό

zero (pl)

  • (τακτικό) μηδέν (αριθμός που δείχνει την απουσία οποιασδήποτε ποσότητας)

Συγγενικά

  • zerojedynkowy
  • zerować
  • zerowanie
  • zerowy
  • zerówka

Πολυλεκτικοί όροι

  • absolutne zero

Ουσιαστικό

zero (pl) ουδέτερο

  1. το μηδέν, το μηδενικό με τις έννοιες
    1. το ψηφίο 0
    2. άτομο ανίκανο, που δεν έχει καμιά αξία



Πορτογαλικά (pt)

Αριθμητικό

zero (pt)



Ρουμανικά (ro)

Αριθμητικό

zero (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.