yelp
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| yelp | yelps |
yelp (en)
- η κραυγή, μια ξαφνική σύντομη κραυγή, συνήθως από πόνο
- ↪ a yelp of pain - κραυγή πόνου
Ρήμα
| ενεστώτας | yelp |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | yelps |
| αόριστος | yelped |
| παθητική μετοχή | yelped |
| ενεργητική μετοχή | yelping |
yelp (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- γαβγίζω, βγάζω μια ξαφνική σύντομη κραυγή, συνήθως από πόνο
- ↪ The dog yelped loudly when I stepped on his paw.
- Ο σκύλος γάβγισε δυνατά όταν το πάτησα το πόδι.
- ↪ The dog yelped loudly when I stepped on his paw.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.