conjure
Αγγλικά (en)
Ρήμα
conjure (en)
- κάνω μαγικά κόλπα
- (κυριολεκτικά) εμφανίζω απ' το πουθενά
- (μεταφορικά) βγάζω λαγούς απ' το καπέλο, εμφανίζω/παρουσιάζω απροσδόκητα αντικείμενο
- επινοώ, πετάω ιδέα που δεν προέκυψε από κάτι προηγούμενο
- εξασκώ τη μαύρη μαγεία
- σχηματίζω μια εικόνα στο μυαλό μου, φαντάζομαι
- κάνω μια επείγουσα έκκληση
- συνωμοτώ, εξυφαίνω ή συμμετέχω σε μια συνωμοσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.