vulpes

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

vulpes < volpes < πρωτοϊταλική *wolpis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂wl(o)p- / *h₂ulp- (κόκκινη αλεπού)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈwul.peːs/

Ουσιαστικό

vulpes (la) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) αλεπού
  2. (μεταφορικά) πανουργία, πονηριά
  3. (ψάρι) είδος καρχαρία

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική vulpes vulpēs
γενική vulpis vulpium
δοτική vulpī vulpibus
αιτιατική vulpem vulpēs/vulpīs
κλητική vulpes vulpēs
αφαιρετική vulpe vulpibus
(γ' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.