virtus

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

virtus < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

virtus (la)

  1. αρετή
  2. (στρατιωτικά ταλέντα) ανδρεία, σθένος, δύναμη, αντοχή, γενναιότητα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική virtus virtūtēs
γενική virtūtis virtūtium
δοτική virtūtī virtūtibus
αιτιατική virtūtem virtūtēs
κλητική virtus virtūtēs
αφαιρετική virtūte virtūtibus
(γ' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.