ut

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

ut (fr) αρσενικό άκλιτο

Ομώνυμα / Ομόηχα


Λατινικά (la)

Επίρρημα

ut (la) (& uti)

  1. όπου
  2. ευθύς, αμέσως
  3. όπως
  4. (ερωτηματικό επίρρημα) πώς
  5. τόσο περισσότερο (επιτατικό του υπερθετικού)

Σύνδεσμος

ut (la) (& uti)

  1. (συμπερασματικός) ώστε
  2. (παραχωρητικός) και αν
  3. (τελικός) για να
  4. (ενδοιαστικός) μήπως
  5. (χρονικός) όταν
  6. (παραβολικός) όπως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.