up-to-date

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός up-to-date
συγκριτικός more up-to-date
υπερθετικός most up-to-date

Ετυμολογία

up-to-date  δείτε τις λέξεις up, to και date

Προφορά

ΔΦΑ : /ˌʌp tə ˈdeɪt/
 

Επίθετο

up-to-date (en)

  1. τελευταίος, μοντέρνος
    up-to-date fashion - τελευταία μόδα
    an up-to-date teaching method - μοντέρνα διδακτική μέθοδος
  2. ενημερωμένος, έχω ή συμπεριλαμβάνω τις πιο πρόσφατες πληροφορίες
    Are your account books up-to-date?
    Είναι τα εμπορικά σας βιβλία ενημερωμένα;

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.