tire-botte
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
tire-botte
<
tirer
+
botte
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
tire-botte
tire-botte
και
tire-bottes
tire-botte
(fr)
αρσενικό
μικρή ξύλινη
σανίδα
με ένα άνοιγμα στην άκρη της, όπου στερεώνουμε το
τακούνι
για να βγάλουμε το
παπούτσι
ή τη
μπότα
μας
μεταλλικό
αγκίστρι
που βάζουμε σε μια
μπότα
, έτσι ώστε να την τραβάμε για να μπορεί να περάσει το
πόδι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.