think of

Αγγλικά (en)

ενεστώτας think of
γ΄ ενικό ενεστώτα thinks of
αόριστος thought of
παθητική μετοχή thought of
ενεργητική μετοχή thinking of

Ετυμολογία

think of <  δείτε τις λέξεις think και of

Ρήμα

think of (en)

  1. σκέφτομαι να κάνω κάτι
    Have you ever thought of buying a small airplane?
    Έχεις σκεφτεί ποτέ να αγοράσεις είναι μικρό αεροπλάνο;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη consider
  2. σκέφτομαι, έχω μια εικόνα ή ιδέα για κάτι ή κάποιον στο μυαλό μου
    I was thinking of you.
    Σε σκεφτόμουν.
  3. φαντάζομαι, δημιουργώ μια ιδέα στη φαντασία μου
    To be honest, I have not thought of it like this.
    Για να είμαι ειλικρινής, δεν το έχω φανταστεί έτσι.
     συνώνυμα: think

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.