tailored

Αγγλικά (en)

Επίθετο

tailored (en)

  1. ραμμένος, ραφτός, ράβω, για ρούχα που είναι φτιαγμένα για να εφαρμόζουν καλά ή στενά
    a well-tailored suit - καλοραμμένο κοστούμι
    a tailored suit - ραφτό κουστούμι
    I want to get/have a suit tailored; do you know a good tailor?
    Θέλω να ράψω ένα κοστούμι· ξέρεις κανένα καλό ράφτη;
  2. εξατομικευμένος, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα κάποιου, που είναι φτιαγμένο για συγκεκριμένο πρόσωπο ή σκοπό
    tailored educational material/program - εξατομικευμένο εκπαιδευτικό υλικό/πρόγραμμα
    This job is tailored for him.
    Αυτή η δουλειά είναι ραμμένη και κομμένη στα μέτρα του.

Συνώνυμα

Ρηματικός τύπος

tailored (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.