staging

Αγγλικά (en)

Ρηματικός τύπος

staging (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
staging stagings

staging (en)

  1. σκαλωσιά, ικρίωμα
  2. η διαχείριση επιβατηγών και ταχυδρομικών αμαξών
  3. (προγραμματισμός) συνώνυμο του scaffolding

Συνώνυμα

  • staging στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.