staging
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| staging | stagings |
staging (en)
- σκαλωσιά, ικρίωμα
- η διαχείριση επιβατηγών και ταχυδρομικών αμαξών
- (προγραμματισμός) συνώνυμο του scaffolding
Συνώνυμα
-
staging στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.