scaffolding

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

scaffolding (en)

  1. σκαλωσιά, ικρίωμα
  2. (προγραμματισμός) ατελής πηγαίος κώδικας (source) που χρησιμεύει ως βάση (σκελετός) για περαιτέρω ανάπτυξη (development)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Ρηματικός τύπος

scaffolding (en)

  • scaffolding στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.