insourced
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
insourced (en)
- τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που παράγονται ή παρέχονται σε μία εταιρία με χρήση δικών της μέσων (κτήρια, εξοπλισμός, προσωπικό, κλπ.)
Αντώνυμα
Συγγενικά
-
insourced στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.