sizzle

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /sɪzəl/

Ουσιαστικό

sizzle (en)

  1. (ενικός) το τσιτσίρισμα
    the sizzle of fat on the fire - το τσιτσίρισμα του λίπους στη φωτιά
  2. (μη μετρήσιμο) η ζωντάνια, ικανότητα να διεγείρεις και να συγκινείς

Ρήμα

ενεστώτας sizzle
γ΄ ενικό ενεστώτα sizzles
αόριστος sizzled
παθητική μετοχή sizzled
ενεργητική μετοχή sizzling

sizzle (en)

  1. (αμετάβατο) τσιτσιρίζω, κάνω το θόρυβο υγρού που βρίσκεται σε καυτή επιφάνεια
    sausages sizzling in the frying pan - λουκάνικα που τσιτσιρίζουν στο τηγάνι
  2. (αμετάβατο) έχω ζωντάνια, ικανότητα να διεγείρω και να συγκινώ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.