semainier

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /sə.mɛ.nje/

Ετυμολογία

semainier < semaine

Προφορά

ΔΦΑ : /?/

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό semainier semainiers
θηλυκό semainière semainières

semainier (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • κληρικός που εκτελεί ορισμένες εργασίες σε μια θρησκευτική κοινότητα για τη διάρκεια μιας βδομάδας

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
semainier semainiers

semainier (fr) αρσενικό

  1. ατζέντα γραφείου που εμφανίζει τις μέρες μιας βδομάδας
  2. μικρό έπιπλο με εφτά ράφια
  3. βραχιόλι με εφτά δακτύλιους

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.