schowek

Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική schowek schowki
γενική schowka schowków
δοτική schowkowi schowkom
αιτιατική schowek schowki
οργανική schowkiem schowkami
τοπική schowku schowkach
κλητική schowku schowki

Ετυμολογία

schowek < chować (/ schować)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsxɔvɛk/
 

Ουσιαστικό

schowek (pl) αρσενικό

  1. (γενικότερα) κάτι στο οποίο μπορεί κάποιος να βάλει πράγματα
  2. (ειδικότερα) το ντουλάπι
  3. (πληροφορική) το πρόχειρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.