sacro-saint

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sacro-saint sacro-saints
θηλυκό sacro-sainte sacro-saintes

sacro-saint (fr) (παραδοσιακή ορθογραφία)

  1. πανάγιος
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) εξαιρετικός, σεβαστός. Λέγεται συνήθως για μια παράδοση ή συνήθεια που πρέπει ο καθένας να διατηρήσει.

  • (παραδοσιακή ορθογραφία) sacrosaint

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.