sabir

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
sabir sabirs

Ουσιαστικό

sabir (fr) αρσενικό

  1. (γλωσσολογία) γλωσσολογικό σύστημα που χρησιμοποιείται στις εμπορικές συνδιαλλαγές και που αποτελείται από μερικούς μόνο κανόνες γραμματικής και ένα βασικό εμπορικό λεξιλόγιο
  2. (κατ’ επέκταση, σκωπτικό) υβριδικό σύστημα επικοινωνίας αποτελούμενο από δάνεια διαφόρων προελεύσεων και που είναι δύσκολα αντιληπτό
     δείτε τις λέξεις baragouin, charabia και jargon

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.