sabir
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| sabir | sabirs |
Ουσιαστικό
sabir (fr) αρσενικό
- (γλωσσολογία) γλωσσολογικό σύστημα που χρησιμοποιείται στις εμπορικές συνδιαλλαγές και που αποτελείται από μερικούς μόνο κανόνες γραμματικής και ένα βασικό εμπορικό λεξιλόγιο
- (κατ’ επέκταση, σκωπτικό) υβριδικό σύστημα επικοινωνίας αποτελούμενο από δάνεια διαφόρων προελεύσεων και που είναι δύσκολα αντιληπτό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.