jargon

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

jargon < παλαιά γαλλική jargon

Ουσιαστικό

jargon (en)

Συνώνυμα

Εκφράσεις



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

jargon < παλαιά γαλλική jargon, gargun

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
jargon jargons

jargon (fr) αρσενικό

  1. παραμορφωμένος τρόπος έκφρασης αποτελούμενος από ετερόκλητα στοιχεία
  2. (κατ’ επέκταση) ακατανόητη γλώσσα
  3. το ιδιαίτερο λεξιλόγιο μιας επιστήμης, τέχνης, κλπ.
  4. (γλωσσολογία) παλαιά αργκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.