bêche-de-mer
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
bêche-de-mer (fr) αρσενικό
- γλώσσα πίτζιν που χρησιμοποιείται στις εμπορικές συνδιαλλαγές στα αγγλόφωνα νησιά του Ειρηνικού μεταξύ κοινοτήτων με διαφορετικές μητρικές γλώσσες
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.