rus

Γαλλικά (fr)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

rus (fr)



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

rus < πρωτοϊταλική *rowos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *Hrewos ‎(ανοιχτός χώρος, αγρός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ruːs/

Ουσιαστικό

rus ουδέτερο

  1. εξοχή
  2. αγρός
  3. χωριό

Συγγενικά

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική rus rură
γενική ruris rurum
δοτική rurī rurĭbus
αιτιατική rus rură
κλητική rus rură
αφαιρετική rure rurĭbus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.