rotule
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʁɔ.tyl/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| rotule | rotules |
rotule (fr) θηλυκό
- (ανατομία) επιγονατίδα, το τριγωνικό οστό
- (τεχνολογία) άρθρωση αποτελούμενη από ένα σφαιρικό εξάρτημα που κινείται σε έναν στρογγυλό θάλαμο
Εκφράσεις
- être sur les rotules: είμαι πολύ κουρασμένος, είμαι πτώμα, είμαι ψόφιος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.