rinse

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
rinse rinses

rinse (en)

  • (μετρήσιμο) το ξέπλυμα, περνάω κάτι στη βρύση
    My hair needs a good rinse.
    Τα μαλλιά μου θέλουν καλό ξέπλυμα.
    Give it a little rinse.
    Πέρασέ το λίγο στη βρύση.

Ρήμα

ενεστώτας rinse
γ΄ ενικό ενεστώτα rinses
αόριστος rinsed
παθητική μετοχή rinsed
ενεργητική μετοχή rinsing

rinse (en)

  1. (μεταβατικό) ξεπλένω, πλένω κάτι μόνο με καθαρό νερό, χωρίς σαπούνι
    I rinse my mouth/a bottle.
    Ξεπλένω το στόμα μου/ένα μπουκάλι.
  2. (μεταβατικό) ξεπλένω, βγάζω το σαπούνι από κάτι με καθαρό νερό αφού το πλύνω
    Rinse your hair/sweater well!
    Ξέπλυνε καλά τα μαλλιά/το πουλόβερ σου!
  3. (μεταβατικό) ξεπλένω, βγάζω βρομιά από κάτι πλένοντάς το με καθαρό νερό
    They rinsed the dirt off the wall.
    Ξέπλυναν τη βρομιά του τοίχο.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.