repeal

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

repeal (en) (μη μετρήσιμο)

Ρήμα

ενεστώτας repeal
γ΄ ενικό ενεστώτα repeals
αόριστος repealed
παθητική μετοχή repealed
ενεργητική μετοχή repealing

repeal (en)

  • καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ, μια κυβέρνηση ή άλλη ομάδα ή πρόσωπο με εξουσία που καταργεί έναν νόμο ώστε να μην έχει πλέον καμία νομική ισχύ
    The new government formally repealed laws that had over time become irrelevant.
    Η νέα κυβέρνηση κατάργησε και τυπικά νόμους που από καιρό είχαν ατονήσει.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.