referral
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| referral | referrals |
Ουσιαστικό
referral (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παραπομπή, το παραπεμπτικό, οποιαδήποτε αναφορά ή σύσταση με την οποία κάποιος μας παραπέμπει σε τρίτον για κάποιο σκοπό
- ↪ the referral of a document/matter to the authorities - η παραπομπή εγγράφου/θέματος στους αρμοδίους
- ↪ the referral of the case/the accused to the examining judge - η παραπομπή της υπόθεσης/του κατηγορουμένου στον ανακριτή
- ↪ Without a referral from the pathologist, I cannot do this test for you.
- Χωρίς παραπεμπτικό από τον παθολόγο δεν μπορώ να σας κάνω αυτήν την εξέταση.
- σημείωμα με το οποίο αναφέρεται ένας μαθητής για παράπτωμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.