redress

Αγγλικά (en)

Προφορά

/rɪˈdrɛs/

Ετυμολογία

  • μεσοαγγλικό ρήμα: redress < παλαιογαλλικά: redresser*
  • μεσοαγγλικό ουσιαστικό: redress αγγλονορμανδικά γαλλικά: redresse*

Ρήμα

redress (en)

  1. (μεταβατικό) επανορθώνω, αποκαθιστώ, διορθώνω
  2. (μεταβατικό) ξαναντύνω

Ουσιαστικό

redress (en)

  1. διόρθωση
  2. επανόρθωση, αποκατάσταση, αποζημίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.