raréfaction

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
raréfaction raréfactions

Ουσιαστικό

raréfaction (fr) θηλυκό

  1. η αραίωση· ελάττωση της πυκνότητας ενός αερίου και αύξηση του όγκου του
  2. το γεγονός ότι μερικά προϊόντα σπανίζουν στην αγορά· η σπανιότητά τους

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.