raréfaction
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| raréfaction | raréfactions |
Ουσιαστικό
raréfaction (fr) θηλυκό
- η αραίωση· ελάττωση της πυκνότητας ενός αερίου και αύξηση του όγκου του
- το γεγονός ότι μερικά προϊόντα σπανίζουν στην αγορά· η σπανιότητά τους
Συγγενικά
- raréfiable
- raréfier
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.