râtelier
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- râtelier < rât(eau) + -ier
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʁɑ.tə.lje/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| râtelier | râteliers |
râtelier (fr) αρσενικό
- η κατασκευή από κεκλιμένες μπάρες, στηριγμένο σε έναν τοίχο, όπου στερεώνεται η τροφή των ζώων (μάντρας, στάβλου, κ.α.), η παχνί
- (παρωχημένο) η μασέλα
- η θήκη όπου στερεώνονται κατακόρυφα διάφορα εργαλεία ή όπλα
Εκφράσεις
- (οικείο) manger à tous les râteliers: εκμεταλλεύομαι κάθε είδους ευκαιρία, προερχόμενη έστω και από αντιτιθέμενα συμφέροντα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.