râtelier

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

râtelier < rât(eau) + -ier

Προφορά

ΔΦΑ : /ʁɑ.tə.lje/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
râtelier râteliers

râtelier (fr) αρσενικό

  1. η κατασκευή από κεκλιμένες μπάρες, στηριγμένο σε έναν τοίχο, όπου στερεώνεται η τροφή των ζώων (μάντρας, στάβλου, κ.α.), η παχνί
  2. (παρωχημένο) η μασέλα
  3. η θήκη όπου στερεώνονται κατακόρυφα διάφορα εργαλεία ή όπλα

Εκφράσεις

  • (οικείο) manger à tous les râteliers: εκμεταλλεύομαι κάθε είδους ευκαιρία, προερχόμενη έστω και από αντιτιθέμενα συμφέροντα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.