district

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
district districts

Ουσιαστικό

district (en)

  • η συνοικία, η περιφέρεια, το διαμέρισμα χώρας, η περιοχή μιας χώρας ή μιας πόλης, ειδικά μιας περιοχής που έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά· ή ένα από τα τμήματα μιας χώρας, πόλης ή πολιτείας που χωρίζεται για σκοπούς οργάνωσης, με επίσημα σύνορα
    the Chinese district - η Κινεζική συνοικία
    a residential district - συνοικία με καλά σπίτια
    There is not a lot of tourism in our district.
    Δεν υπάρχει πολύς τουρισμός στην περιφέρεια μας.
    the southern districts of the country - τα νότια διαμερίσματα της χώρας
    urban/rural districts - αστικές/αγροτικές περιοχές
    mountainous/agricultural districts - ορεινές/γεωργικές περιοχές
    The port district is full of bars.
    Η περιοχή του λιμανιού είναι γεμάτη μπαρ.

Συνώνυμα

  •  και δείτε τη λέξη region

Πηγές

  • district - Oxford Learner's Dictionaries
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 224, 688, 691, 850. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαμέρισμα, περιοχή, περιφέρεια, συνοικία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.